Ο καπνός από τα τζάκια και οι ξυλόσομπες και οι ρύποι από τα οχήματα ευθύνονται για περίπου 10.000 πρόωρους θανάτους ετησίως στην Ελλάδα, σύμφωνα με νέα στοιχεία για τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία των Ελλήνων που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη.
«Το χειμώνα, η πιο σημαντική πηγή είναι η θέρμανση, ιδιαίτερα η καύση βιομάζας (τζάκια και σόμπες)», δήλωσε ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών.
«Αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε πριν από μια δεκαετία, στην αρχή της οικονομικής κρίσης, και παραμένει ισχυρό. Η ρύπανση από την καύση βιομάζας μας έχει επαναφέρει σε επίπεδα ρύπανσης που υπήρχαν πριν από 20-30 χρόνια, σε ορισμένες πόλεις είναι παρόμοια με αυτά των ασιατικών χωρών. Φοβάμαι ότι φέτος η κατάσταση θα είναι χειρότερη, καθώς ο κόσμος έχει τρομάξει από την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και θα στραφεί ξανά στην καύση ξύλων και πέλλετ», είπε ενώ τόνισε επίσης ότι η καύση βιομάζας στην Αθήνα είναι εξίσου υπεύθυνη με τη ρύπανση των οχημάτων για την πρόκληση νέων καρκίνους.
Το πρόβλημα αυτό, σημειώνει, δεν περιορίζεται στην ελληνική πρωτεύουσα. «Σε ορισμένες πόλεις στην περιφέρεια είναι πολύ χειρότερα. Για παράδειγμα, στα Γιάννενα είναι έως και τριπλάσια. Δεν είναι μόνο θέμα πληθυσμού, εξαρτάται και από το κλίμα της περιοχής, τις ατμοσφαιρικές συνθήκες, την τοπογραφία, τη διείσδυση του φυσικού αερίου σε μια πόλη», πρόσθεσε.
Η Ελλάδα κατέλαβε την τρίτη θέση στην ευρωπαϊκή λίστα όσον αφορά την επίδραση του διοξειδίου του αζώτου στον σακχαρώδη διαβήτη. Συνολικά, η ατμοσφαιρική ρύπανση στοίχισε τη ζωή σε 311.000 Ευρωπαίους πολίτες το 2020, παραμένοντας η κύρια περιβαλλοντική απειλή στην ήπειρο.
Σύμφωνα με την έκθεση, η οποία καλύπτει το 2020, περίπου 8.800 άνθρωποι πέθαναν πρόωρα στην Ελλάδα λόγω των αυξημένων επιπέδων μικροσωματιδίων – περίπου 1.900 από αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου και 920 από τα επίπεδα του όζοντος πάνω από τα επιτρεπτά όρια. Οι μέγιστες τιμές για αυτούς τους ρύπους είναι 5 μg/m3 για τα σωματίδια, 10 μg/m3 για το διοξείδιο του αζώτου και 70 μg/m3 για το όζον.