Η μη συμπερίληψη από τη Γερουσία των ΗΠΑ δύο διατάξεων στο ετήσιο νομοσχέδιο για τις αμυντικές δαπάνες της χώρας που συνδέονται με την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 και κιτ αναβάθμισης στην Τουρκία μπορεί να αποδοθεί σε διαδικαστικούς λόγους, σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή της Ελληνοαμερικανικής Συμβούλιο Ηγεσίας (HALC), Έντι Ζεμενίδης.
Μιλώντας στην Καθημερινή, εξηγεί γιατί το θέμα «δεν έχει τελειώσει» για την τροπολογία που εισήγαγε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ, ο οποίος έχει επίσης την εξουσία να ασκήσει βέτο σε μια αμυντική συμφωνία μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και της Άγκυρας όταν έρθει η ώρα.
Ο Ζεμενίδης πιστεύει επίσης ότι η Τουρκία πρέπει να επιδείξει αλλαγή συνολικής πορείας στην εξωτερική της πολιτική, εάν ελπίζει να καθίσει πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζοντας ότι αυτός είναι ο λόγος για έναν συμβιβασμό με τη μορφή ταυτόχρονης αναβάθμισης της τουρκικής και οι Έλληνες στρατιώτες δεν είναι η απάντηση. Εκτός από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα προβλήματα της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα επεκτείνονται και σε πολλά άλλα θέματα, τονίζει.
Δύο τροπολογίες που απαιτούσαν την επισύναψη όρων και προϋποθέσεων από το Πεντάγωνο στην πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία έμειναν εκτός του νομοσχεδίου για τον αμυντικό προϋπολογισμό της Γερουσίας. Πώς έφτασαν τα πράγματα σε αυτό και τι σημαίνει αυτή η απόφαση;
Στην πραγματικότητα είναι μια τροπολογία, αυτή του γερουσιαστή Μενέντεζ. Η δεύτερη τροπολογία, του γερουσιαστή Τραμπ έκανε, αλλά ο Μπάιντεν είπε ότι θα προχωρήσει μόνο με την έγκριση του Κογκρέσου.
Αλλαγή στάσης
Βλέπετε την πιθανότητα κάποιου είδους συμβιβασμού ώστε να παραχωρηθεί στην Τουρκία αναβάθμιση του στόλου μαχητικών F-16, αλλά και στην Ελλάδα να δοθεί μια αναβάθμιση που θα της έδινε ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας;
Ένα σενάριο αυτού του είδους δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες του Κογκρέσου, το οποίο διατηρεί μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στην Τουρκία, όχι μόνο λόγω της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο, αλλά και σε σχέση με άλλες επιλογές της Άγκυρας: την απόκτηση ρωσικού S- 400 πύραυλοι, που εγείρουν αντιρρήσεις για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο, το κουρδικό ζήτημα. Το θέμα είναι λοιπόν πολύ πιο σύνθετο. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία θα χρειαστεί να αλλάξει στάση εάν θέλει να διαπραγματευτεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσιγκτον δεν θεωρεί πλέον την Άγκυρα ως αξιόπιστο σύμμαχο. Τούτου λεχθέντος, η αμερικανική κυβέρνηση θέλει να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή, είτε πρόκειται για αλλαγή πλεύσης από τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είτε για αλλαγή φρουράς στην τουρκική κυβέρνηση. Η αποκατάσταση της διμερούς συνεργασίας στα προηγούμενα επίπεδα, ωστόσο, δεν θα είναι εύκολη, και αυτό θα ίσχυε και στην τελευταία περίπτωση, δεδομένων των όσων έχουμε δει από την τουρκική αντιπολίτευση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον αισιόδοξες για την αντιαμερικανική Τουρκία και απλώς ελπίζουν σε κάποια βελτίωση των σχέσεων.