Με τις εκλογές να πλησιάζουν, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας επιδιώκουν να συσπειρώσουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους και να κυνηγήσουν τους αναποφάσιστους που θα διαμορφώσουν σε μεγάλο βαθμό τους τελικούς συσχετισμούς στην πρώτη ψηφοφορία της απλής αναλογικής.
Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για τους κυβερνώντες συντηρητικούς και το κόμμα της αριστερής αντιπολίτευσης είναι το πώς θα τυλίξουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, οι οποίοι σύμφωνα με τις ποιοτικές και ποσοτικές δημοσκοπήσεις έχουν συγκεκριμένη κομματική προέλευση, αλλά και απαιτήσεις για να κάνουν την τελική τους επιλογή στην κάλπη. Οι περισσότερες έρευνες κοινής γνώμης υπολογίζουν αυτές τις ψήφους στην περιοχή του 10%. Από αυτούς, περίπου οι μισοί ήταν πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιποι υποστήριζαν τα μικρότερα κόμματα. Το 5-6% που στις προηγούμενες εκλογές, το 2019, είχε επιλέξει τα δύο βασικά υποψήφια κόμματα και πλέον κινείται στη γκρίζα ζώνη. Τα κύρια κριτήρια που θέτουν αυτοί οι ψηφοφόροι που θα τους επηρεάσουν σε κάθε περίπτωση είναι ποιο κόμμα θα εξασφαλίσει τη σταθερότητα και ποιο μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα το κόστος ζωής.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, ο Μητσοτάκης εμφανίζεται να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ λόγω των θέσεων του σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό ή τα εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά και την προηγούμενη θητεία του.
Ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί πιο εύκολα να στηριχτεί στο θέμα της ανόδου των τιμών, που έχει αναδειχθεί ως το αριθμητικό πρόβλημα για την πλειοψηφία των πολιτών και σίγουρα για το σώμα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Ο Μητσοτάκης προσπαθεί να το εξισορροπήσει αυτό διαφημίζοντας τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα.
Μετά την εφαρμογή της δέσμευσης για λιγότερους φόρους το 2019-23, ο πρωθυπουργός θα παρουσιάσει το έργο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, που θα είναι «καλύτεροι μισθοί».
Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων αποστρέφεται το σκάνδαλο και την ακραία πόλωση, ο Τσίπρας είναι σε μεγάλο βαθμό υποχρεωμένος να συνεχίσει μια ιδιαίτερα δυναμική εκστρατεία για να συγκεντρώσει την εκλογική του βάση και άλλους που θέλουν την ήττα της σημερινής κυβέρνησης.
Ο Μητσοτάκης προτιμά η προεκλογική συζήτηση να επικεντρωθεί στα προγράμματα και τη σύγκριση κυβερνητικών επιτευγμάτων και ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, και τα δύο κόμματα μέχρι στιγμής έχουν συγκεντρώσει τις αντίστοιχες βάσεις τους σε ποσοστό που κυμαίνεται λίγο κάτω από το 70%. Οι γνώστες των δημοσκοπήσεων αναφέρουν ότι κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2019, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερες συστάδες, στις περιφέρειες 80% και 70% αντίστοιχα.