Μέχρι στιγμής όλα δείχνουν ότι οδεύουμε προς τις γενικές εκλογές με παγιωμένο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων, που πλέον πολύ δύσκολα θα ανατραπεί. Λίγος καιρός απομένει και έχει περάσει πολύς καιρός που έχουν συμβεί δραματικά γεγονότα τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως. Ωστόσο, αυτά τα γεγονότα είχαν μικρό ή καθόλου αντίκτυπο στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο όπως διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019.

Σε περιπτώσεις όπως αυτές, είναι σύνηθες να αναζητούνται όχι μόνο οι λόγοι πίσω από την επιτυχία του υποψηφίου που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, αλλά και οι λόγοι για τους οποίους ο υποψήφιος που ακολουθεί δεν κατάφερε να αλλάξει θέσεις.

Από το καλοκαίρι, η κυβέρνηση έχει δεχτεί επανειλημμένες επιθέσεις και αυτό θα μπορούσε να της προκαλέσει σημαντική ζημιά. Εξ ου και η συνεχής αγωνία για το τι θα αποκάλυπταν οι δημοσκοπήσεις. Τελικά η βελόνα δεν κουνήθηκε στον πολιτικό στίβο. Προφανώς, οι πολίτες πιστεύουν ότι οι θετικές κινήσεις της κυβέρνησης υπερτερούν των αρνητικών της, ενώ θεώρησαν ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα τα είχε χειρότερα αντιμετωπίσει τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετώπισε ο πρωθυπουργός.

Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, δεδομένου ότι με συνέπεια διενεργεί πρώτη ψηφοφορία, έχει έναν ξεκάθαρο στόχο: την εξασφάλιση καθαρής πλειοψηφίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη απλά θα αγωνιστεί να περιορίσει τη νίκη της ΝΔ. Σε αυτό το σημείο, αυτό που μετράει είναι ποιο σύνθημα θα κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους. Επιθετικό σύνθημα ή αμυντικό;

Εάν ο δρόμος προς τη νίκη για το κυβερνών κόμμα φαίνεται σχετικά εφικτός, η μετεκλογική περίοδος θα έχει πολλές δυσκολίες. Ακόμα κι αν επιτευχθεί σαφής πλειοψηφία, θα είναι οριακή. Όσο πολιτικά περιεκτική κι αν γίνει η νέα κυβέρνηση, η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θα αλλάξει. Εκτιμώ ότι το βράδυ των εκλογών, που θα διεξαχθούν με σύστημα αναλογικής, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα: Πλειοψηφία με 152 βουλευτές ή συνασπισμός με 160;

Από news