Όλοι έχουν λόγο να παρακολουθούν τις επόμενες κινήσεις του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με μεγάλη προσοχή και καχυποψία, καθώς η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του στην πολιτική σκηνή του επιτρέπει να ενεργεί χωρίς εγχώριο αντίπαλο.

Αν υπάρχει περιθώριο ελπίδας, αυτό έγκειται στο γεγονός ότι μόνο ο Ερντογάν είναι σε θέση να αντιστρέψει την πορεία του και να αντιμετωπίσει τα συσσωρευμένα προβλήματα της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του. Έχει το πολιτικό κεφάλαιο για να το κάνει και είναι τελικά αυτός που επέβαλε την απερίσκεπτη οικονομική πολιτική και την «πολύτιμη μοναξιά» που πρέπει τώρα να ανατρέψει.

Το ερώτημα που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες που έχουν άμεση σχέση με την Τουρκία είναι πώς θα πρέπει να ανταποκριθούν σε οποιαδήποτε θετική κίνηση του Ερντογάν χωρίς απλώς να τον ενισχύουν, να του δίνουν χρόνο και ευκαιρία να επεκτείνει τον αυταρχισμό του στο εσωτερικό και να αυξήσει την πολεμική του στο εξωτερικό. Ωστόσο, μπορεί να μην έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει έναν πιο συμβιβαστικό δρόμο. Από τη μία, η οικονομική κρίση δυναμώνει το χέρι όσων θα κληθούν να στηρίξουν την τουρκική οικονομία, επιτρέποντάς τους να θέτουν όρους στον Ερντογάν. Από την άλλη, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει τόσα πολλά προβλήματα σε όλο τον κόσμο που είμαστε αναγκασμένοι να δούμε τα προβλήματα της περιοχής μας με ένα νέο πρίσμα.

Γίνεται σαφές ότι οι ευκαιρίες που θα προέκυπταν από τη συνεργασία μεταξύ των σημερινών αντιπάλων είναι πολύ μεγαλύτερες από τα εμπόδια που καθόρισαν τις πολιτικές τους για πολλές δεκαετίες.

Η Τουρκία πρέπει να σκεφτεί πού θα βρισκόταν σήμερα αν είχε συνδέσει την οικονομική της ανάπτυξη με πολιτικές συμφιλίωσης και συνεργασίας και όχι με ατελείωτο τυχοδιωκτισμό.

Ο Ερντογάν μπορεί να μην είχε αποκτήσει τη δύναμη που πέτυχε γι’ αυτόν η επιθετικότητα και η διχαστική πολιτική, αλλά η οικονομία και η κοινωνία της Τουρκίας θα ήταν σε πολύ πιο ομαλό δρόμο.

Τώρα που η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει σε κάποια φαινομενικά ομαλότητα, η επόμενη ελληνική κυβέρνηση μπορεί να βρει την ευκαιρία να διαπραγματευτεί από ισχυρότερη θέση από πριν, ώστε μαζί οι δύο χώρες να συμβάλουν στη θετική ανάπτυξη της περιοχής.

Για αυτό, πρέπει να γνωρίζουμε τι θέλουμε, τι είναι προς το συμφέρον μας (τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα) και να γνωρίζουμε τις ευκαιρίες και τους κινδύνους της εποχής.

Από news