Η Ελληνική Έρευνα Γεωλογίας και Εξερεύνησης Ορυκτών (ΕΕΕΕ) επεξεργάζεται έναν ψηφιακό χάρτη που θα παρέχει λεπτομέρειες για τις θέσεις, τα χαρακτηριστικά και την πιθανή σεισμικότητα των ρηγμάτων της χώρας. Η βάση δεδομένων θα εμπλουτιστεί επίσης με στοιχεία από όλους τους άλλους εξειδικευμένους φορείς και θα είναι ανοιχτή στο κοινό και όχι μόνο στους επιστήμονες.

«Σε κάθε σφάλμα θα εκχωρηθεί ένας μοναδικός αριθμός και σε καθένα θα εισαχθούν λεπτομέρειες σχετικά με τη γεωγραφική του θέση, την κλίση, το μήκος, το βάθος και τις ενεργειακές του ιδιότητες», εξηγεί ο Δημήτρης Γαλανάκης, επικεφαλής διαχείρισης τεχνολογίας καταστροφών της HSGME. «Στην περίπτωση ρηγμάτων που έχουν μελετηθεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, μπορούμε, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, να κάνουμε κάποια εκτίμηση του σεισμικού τους δυναμικού», προσθέτει.

Επιπλέον, η βάση δεδομένων θα παρέχει σχετική βιβλιογραφία για τους σεισμούς –δηλαδή την ιστορία και τις δημοσιεύσεις γύρω από αυτά τα ρήγματα– ακόμη και ένα κείμενο με αντικρουόμενες επιστημονικές απόψεις, εάν υπάρχει.

Ο ψηφιακός χάρτης των βλαβών θα ενημερώνεται τακτικά.

«Όταν οι ερευνητές εντοπίσουν μια ζώνη ρήγματος που δεν έχει χαρτογραφηθεί, θα μπορούν να υποβάλουν τα δεδομένα τους στη βάση δεδομένων. Αφού ελεγχθούν από επιστημονική επιτροπή, τα δεδομένα αυτά θα ενσωματωθούν στον χάρτη. Φιλοδοξία μας είναι στην επόμενη φάση ο ψηφιακός χάρτης να συνδεθεί με τον χάρτη του Εθνικού Δικτύου Σεισμογράφων και όταν συμβεί σεισμός να δείχνει το ρήγμα που είναι πιο πιθανό να έχει ενεργοποιηθεί», είπε.

«Δεν είναι ένας κλασικός αλλά ένας διαδραστικός χάρτης, μια δυναμική βάση δεδομένων που θα ενημερώνεται διαρκώς με ό,τι πιο πρόσφατο για τη σεισμικότητα στην Ελλάδα», δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής της HSGME Διονύσης Γούτης.

«Οι πληροφορίες θα μπορούν καταρχήν να χρησιμοποιηθούν από τις επιτροπές του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), από ερευνητικά ιδρύματα, από την πολιτεία, τους δήμους, αλλά και από το κοινό, καθώς συχνά υπάρχει παραπληροφόρηση για θέματα σεισμού. Και θα βοηθήσει τους σχεδιαστές που πρέπει να πραγματοποιήσουν μελέτες γεωλογικής καταλληλότητας ή να σχεδιάσουν ένα έργο για να αποφύγουν τις πιο επικίνδυνες περιοχές», πρόσθεσε.

Η τελευταία φορά που συντάχθηκε σεισμοτεκτονικός χάρτης στην Ελλάδα ήταν το 1991 και εξακολουθεί να είναι το κύριο σημείο αναφοράς που χρησιμοποιείται σήμερα.

«Εννοείται ότι αυτός ο χάρτης έπρεπε να ενημερωθεί, καθώς έχουν περάσει 30 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η επιστημονική γνώση έχει προχωρήσει», είπε ο κ. Γούτης, προσθέτοντας ότι μέσα στους επόμενους έξι μήνες θα εισαχθούν τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι επιστημονικοί φορείς.

Από news