Οι συνθήκες της αγοράς στην παρούσα φάση δεν ευνοούν την αποκλιμάκωση των τιμών των τροφίμων σύντομα, προειδοποίησε τη Δευτέρα ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), Ιωάννης Γιώτης.
«Η γεωπολιτική αναταραχή έχει παγιωθεί. Οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να επιβαρύνουν. Οι αρνητικές επιπτώσεις δεν είναι εύκολο να αναστραφούν άμεσα», επεσήμανε με νόημα στην ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒΤ.
Υποστήριξε επίσης ότι «υπάρχουν παράγοντες που μας φέρνουν αντιμέτωπους με ζητήματα βιωσιμότητας και φέτος», προσθέτοντας ότι είναι το αυξημένο κόστος, η μειωμένη αγοραστική δύναμη, τα εμπόδια στην απορρόφηση χρηματοοικονομικών εργαλείων, η δυσκολία εύρεσης των εργαζομένων, η περιορισμένη απορρόφηση πόρων για έρευνα και ανάπτυξη, αλλά και το δημογραφικό πρόβλημα.
Δεδομένης της εστίασης της εταιρείας του στις παιδικές τροφές, ο Γιώτης αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο δημογραφικό ζήτημα, αναφέροντας ότι ενώ το 2010, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), οι γεννήσεις ήταν 114.766, το 2021 είχαν μειωθεί στις 85.346, ενώ για το 2023 υπολογίζεται ότι θα πέσει στις 70.000. Παράλληλα, οι θάνατοι ανέρχονται σε 130.000-140.000 ετησίως.
Η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών αποτυπώνεται και στα τελευταία στοιχεία για τις πωλήσεις σούπερ μάρκετ, που παρουσιάζει ο Παναγιώτης Μπορέτος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας έρευνας αγοράς Circana (πρώην IRI).
Τον Ιανουάριο-Μάρτιο 2023 σημειώθηκε πτώση 0,9% στον όγκο πωλήσεων στα τρόφιμα, η οποία είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη από ό,τι σε άλλες μεγάλες κατηγορίες προϊόντων. Εν τω μεταξύ, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αυξήθηκε στο 19,3% τον Ιανουάριο-Απρίλιο.
Ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), αναφέρθηκε στο επενδυτικό κενό στην ελληνική οικονομία: «Παρά την αύξηση των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται στο 50% των επενδύσεων μιας μέσης οικονομίας στην Ευρώπη. Δεν μπορούν να αυξηθούν κατακόρυφα, πρώτον γιατί δεν υπάρχουν επαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις και το ξένο κεφάλαιο δεν είναι βέβαιο ότι θα επιλέξει την Ελλάδα και, δεύτερον, γιατί τα επιτόκια εξακολουθούν να αυξάνονται», τόνισε.
Τόνισε ότι «όσοι είναι ευχαριστημένοι επειδή η ελληνική ανάπτυξη είναι υψηλότερη από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν πρέπει να σκέφτονται ότι θέλουμε να εξάγουμε τα προϊόντα μας σε αυτές τις χώρες».