Όλο και περισσότεροι νέοι ξένοι αγοραστές αποκτούν εξοχικές κατοικίες στην Ελλάδα.
Άτομα ηλικίας έως και 30 ετών αγοράζουν τέτοιες κατοικίες, με κύριο κίνητρο την αξιοποίηση της επένδυσης και όχι την απόκτηση ακινήτου για τις δικές τους καλοκαιρινές διακοπές. Πρόκειται για μια νέα τάση που παρατηρείται την τελευταία πενταετία, συμπληρώνοντας την έως τώρα κυρίαρχη κατηγορία αγοραστών, δηλαδή άτομα που έχουν συνταξιοδοτηθεί ή είναι κοντά στη σύνταξη, ηλικίας άνω των 55 ετών.
«Ένας Ολλανδός προγραμματιστής υπολογιστών από το Άμστερνταμ αγόρασε πρόσφατα μια βίλα στην Πάλαιρο, στη δυτική ακτή της Ελλάδας. Πλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του ποσού με κέρδη που έκανε από κρυπτονομίσματα. Ο αγοραστής είναι μόλις 35 ετών», λέει ο Γιώργος Γαβριηλίδης. Είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Elxis, μιας εταιρείας που ειδικεύεται στον κλάδο των εξοχικών κατοικιών και δραστηριοποιείται στην ευρωπαϊκή αγορά, με έδρα την Ουτρέχτη της Ολλανδίας.
Η ανάλυση των στοιχείων των πωλήσεων του Elxis δείχνει ξεκάθαρα σημαντική αύξηση του αριθμού των ατόμων από την ηλικιακή ομάδα 35-55 ετών που επενδύουν σε εξοχικές κατοικίες στην Ελλάδα.
«Συχνά πρόκειται για νέους επιχειρηματίες που έχουν ήδη κάνει τα πρώτα τους βήματα στις επενδύσεις σε ακίνητα στη χώρα τους και τώρα αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες», εξηγεί ο Γαβριηλίδης. Γνωρίζουν την Ελλάδα από μία ή δύο επισκέψεις διακοπών που έτυχε να κάνουν κάποια στιγμή.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτοί οι αγοραστές κάνουν αγορές περισσότερο με το μυαλό παρά με την καρδιά. «Στόχος τους είναι να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε μια επένδυση που θα πρέπει να αποδώσει, αλλά και να προσφέρει την επιλογή προσωπικής χρήσης, χωρίς αυτό να αποτελεί πάντα προαπαιτούμενο», σημειώνει.
Συνεχίζει σημειώνοντας ότι σε πολλές χώρες, όταν κάποιος αγοράζει μια βίλα με σκοπό την αξιοποίηση, πρέπει να την νοικιάζει για όλη την τουριστική περίοδο. Αντίθετα, στην Ελλάδα αυτό δεν είναι υποχρεωτικό, αφού ο ιδιοκτήτης μπορεί να επιλέξει τις ημερομηνίες που θα χρησιμοποιήσει την εξοχική του κατοικία και να το νοικιάσει για τον υπόλοιπο χρόνο, χρησιμοποιώντας ψηφιακές πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αυτό ακριβώς είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα που προσφέρει η ελληνική αγορά.