Σπάζοντας τις παλιές παραδόσεις, η οικογένεια στην Ελλάδα στο μέλλον θα είναι λιγότερο ικανή να παίξει το ρόλο του μαξιλαριού ασφαλείας, φροντίζοντας τους ηλικιωμένους όταν δεν μπορούν πλέον να ζήσουν ανεξάρτητα, λόγω δημογραφικών τάσεων.
Παράλληλα, ο αριθμός των ηλικιωμένων στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα συνεχίσει να αυξάνεται σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό τα επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της υπογονιμότητας.
«Το κοινωνικό κράτος θα κληθεί να καλύψει τις ανάγκες των ηλικιωμένων καθώς η στενή οικογένεια για πολλούς δεν θα υπάρχει και οι αποδοχές των ηλικιωμένων δεν θα μπορούν να καλύψουν ιδιωτικά τις αυξημένες ανάγκες τους», τόνισε ο καθηγητής Δημογραφίας Βύρων Κοτζαμάνης.
Τα τελευταία εκατό χρόνια σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην πορεία των κύριων δημογραφικών συνιστωσών – θνησιμότητα, γονιμότητα και δημιουργία οικογένειας (γάμος) – στην Ελλάδα.
«Είμαστε πολύ μεγαλύτεροι ως πληθυσμός, ζούμε πολύ περισσότερο, παντρευόμαστε λιγότερο και χωρίζουμε περισσότερο, κάνουμε λιγότερα παιδιά, με αποτέλεσμα η σύνθεση των οικογενειών να έχει αλλάξει σημαντικά», δήλωσε ο Κοτζαμάνης στην έρευνά του για τις επιπτώσεις των δημογραφικών εξελίξεις στο οικογενειακό περιβάλλον.
Τον τελευταίο αιώνα, σημειώθηκε σημαντική βελτίωση στο προσδόκιμο ζωής, η οποία, ενώ αρχικά οφειλόταν στη μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, οφειλόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μείωση της θνησιμότητας στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εκτιμήσεις λένε ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα, το μέσο προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες θα είναι 90 χρόνια και πάνω από 85 χρόνια για τους άνδρες.
Η ερευνήτρια χρησιμοποίησε τις γυναίκες ως παράδειγμα επειδή παραδοσιακά ήταν οι κύριοι φροντιστές.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το ποσοστό των γυναικών που δεν είχαν παντρευτεί μέχρι την ηλικία των 50 ήταν 12%, Το ποσοστό αυτό έχει ήδη διπλασιαστεί μεταξύ των γυναικών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980, ενώ χωρίζουν πολύ πιο εύκολα: Ένας στους τρεις γάμους καταλήγει σε διαζύγιο. Επιπλέον, σημειώθηκε αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου, οδηγώντας σε αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών.
Οι γυναίκες που γεννήθηκαν στον Μεσοπόλεμο είχαν από 2,3 έως 2,5 παιδιά ενώ αυτές που γεννήθηκαν το 1985 θα έχουν κατά μέσο όρο 1,45 και σε αναλογικά υψηλή ηλικία, μετά τα 31.
Αναμφισβήτητα, το 25% των γυναικών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 δεν θα έχουν καθόλου παιδιά. Το αντίστοιχο ποσοστό στις προπολεμικές γενιές δεν ξεπερνούσε το 15%.