Μετά από δώδεκα χρόνια ταλαιπωρίας στα ελληνικά δικαστήρια, ο πρώην πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέας Γεωργίου δικαιώθηκε τον Μάρτιο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του δικαιώματός του σε «δίκαιη δίκη» (άρθρο 6 του Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα). Η υπόθεση αφορά την καταδίκη του κ. Γεωργίου για παράβαση καθήκοντος επειδή δεν ζήτησε την έγκριση του συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ πριν κοινοποιήσει στη Eurostat τα αναθεωρημένα δημοσιονομικά στοιχεία για την περίοδο 2006-9 τον Νοέμβριο του 2010. Αν και ομόφωνα αθωώθηκε στο Δικαστήριο Πρωτοδικών, το 2017 καταδικάστηκε από το Εφετείο σε ανώτατη ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή τριών ετών. Η πεποίθησή του έρχεται σε αντίθεση με τον Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις Ευρωπαϊκές Στατιστικές (COP, Principle 1.4), ο οποίος ορίζει ρητά ότι ο επικεφαλής της στατιστικής αρχής έχει «αποκλειστική ευθύνη» για αποφάσεις σχετικά με στατιστικά δεδομένα, τα οποία προφανώς δεν υπόκεινται σε ψηφοφορία από κανένα συμβούλιο. .
Ο κ. Γεωργίου άσκησε έφεση κατά της καταδίκης του, ζητώντας από το Ανώτατο Δικαστήριο να στείλει προδικαστική ερώτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) σχετικά με την ορθή ερμηνεία της Αρχής 1.4 του COP, αλλά η έφεσή του απορρίφθηκε χωρίς καμία αιτιολόγηση, όπως αναφέρει η ΕΣΔΑ. Η σιωπηρή άρνηση της ελληνικής δικαιοσύνης να υποβάλει προδικαστική ερώτηση και οι μη πειστικές απαντήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σε ερώτηση του ΕΔΑΔ για το αν ο κ. Γεωργίου έτυχε δίκαιης δίκης, οδήγησαν στην αθώωση του κ. Γεωργίου και του καταδίκη της Ελλάδας. Η ομόφωνη απόφαση του ΕΔΑΑ αναφέρεται ρητά στην υποχρέωση του Αρείου Πάγου να επανεξετάσει την απόφασή του να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης της καταδίκης του κ. Γεωργίου.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ισχυρίστηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για την έκδοση προδικαστικής απόφασης επειδή δεν είχε αμφιβολίες για την ορθή ερμηνεία της Αρχής 1.4 και επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο θα είχε ούτως ή άλλως τον τελευταίο λόγο επί του θέματος, ανεξάρτητα από την απάντηση του ΔΕΕ. Ωστόσο, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαραίτητα για την ενσωμάτωση και την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο εθνικό δίκαιο. Η Ελλάδα σίγουρα δεν θα ήταν πρωταθλήτρια στις καταδίκες του ΕΔΑΔ τα τελευταία χρόνια αν ζητούσε συχνότερα τη συνδρομή του ΔΕΕ: Την πενταετία 2018-22, ευρωπαϊκές χώρες με πληθυσμό παρόμοιο με αυτόν της Ελλάδας υπέβαλαν πολλά περισσότερα -δοκιμαστικές ερωτήσεις προς το ΔΕΕ: Βέλγιο 180, Πορτογαλία 159, Ουγγαρία 104, Ελλάδα 16, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΔΑΔ.
Η ετυμηγορία του Στρασβούργου ήταν μια ηχηρή καμπάνα για το κράτος δικαίου στη χώρα μας. Ενώ η ελληνική Δικαιοσύνη επικρίνεται κυρίως για την αδυναμία της να αποφασίσει σε εύλογο χρονικό διάστημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ελλάδα καταδικάστηκε για μια άλλη παθολογία: τη διάβρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Όπως έγραψε η Ιωάννα Μάνδρου στην «Κ» («Όταν η Δικαιοσύνη γίνεται πολιτική» 21/3/23), η καταδίκη της Ελλάδας «εκθέτει την ελληνική Δικαιοσύνη, όχι μόνο γιατί δεν παρείχε δίκαιη δίκη σε Έλληνα πολίτη, αλλά γιατί συμμετείχε ενεργά στη στόχευσή του, με επανειλημμένες διώξεις, πάνω στις οποίες βασίστηκε το πολιτικό αφήγημα ότι η χειραγώγηση του ελλείμματος του 2009 πυροδότησε το μεταγενέστερο πρόγραμμα προσαρμογής. Η καταδίκη για την υπόθεση Γεωργίου είναι στην ουσία καταδίκη για την εμπλοκή της ελληνικής Δικαιοσύνης σε πολιτικά παιχνίδια και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο του Αρείου Πάγου που κινήθηκε όχι μία αλλά πολλές φορές για να επιφέρει την καταδίκη του Γεωργίου. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ τα κατώτερα δικαστήρια τον αθώωσαν, η Γενική Εισαγγελία άσκησε έφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο επιχείρησε τουλάχιστον τρεις φορές να ακυρώσει την αθώωση του Ανδρέα Γεωργίου από κατώτερα δικαστήρια. Στην υπόθεση Γεωργίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε ουσιαστικά την εμπλοκή της ελληνικής Δικαιοσύνης στον τομέα της πολιτικής».
Παρά το γεγονός ότι ο κ. Γεωργίου αποκατέστησε την αξιοπιστία των «ελληνικών στατιστικών», διώκεται ως αποδιοπομπαίος τράγος από την ελληνική Δικαιοσύνη με πολιτικά υποκινούμενες κατηγορίες που στερούνται αξιοπιστίας. Αφού αθωώθηκε οριστικά από την κατηγορία του φερόμενου «φουσκώματος» του ελλείμματος που του άσκησαν κύκλοι της Νέας Δημοκρατίας και δικαιώθηκε από το ΕΔΑ για την υπόθεση «παράβαση καθήκοντος», εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με την καταδίκη του για εξύβριση του κ. Νικολάου. Στρόμπλος, διευθυντής Εθνικών Λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ (πρώην ΕΣΥΕ) την περίοδο «ελληνικών στατιστικών» 2006-9 και βασικός μάρτυρας κατηγορίας για την υπόθεση «φουσκώματος» του ελλείμματος. Σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τα διορθωμένα δημοσιονομικά μεγέθη, όπως απαιτεί η COP (Αρχή 1.7), το 2014 ο κ. Γεωργίου έθεσε το εύλογο ερώτημα γιατί διώκεται για στοιχεία που η Eurostat είχε αποδεχθεί πλήρως, ενώ η ελληνική δικαιοσύνη δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα παραποιημένα στοιχεία που υπέβαλε προηγουμένως η ΕΣΥΕ. Ο κ. Στρόμπολος μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμιση και ο κ. Γεωργίου καταδικάστηκε τελικά για «απλή» συκοφαντική δυσφήμιση – ένα αδίκημα σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία που τιμωρεί όσους βλάπτουν τη φήμη του ενάγοντα λέγοντας την αλήθεια. Το 2021 το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με αποτέλεσμα ο κ. Γεωργίου να απειλείται με κατάσχεση της περιουσίας του εάν δεν καταβάλει μεγάλη χρηματική αποζημίωση στον ενάγοντα. Σε μια θετική εξέλιξη, το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε πρόσφατα δεκτό το αίτημά του να ακυρώσει την καταδίκη του. Όμως για να τελειώσει η διαδικασία της αγωγής και να δικαιωθεί, ο κ. Γεωργίου πρέπει να ζητήσει την επανάληψη της δίκης. Δήλωσε ότι δεν θα σταματήσει μέχρι την τελική δικαίωσή του.
Μετά την πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ, θα φανταζόταν κανείς ότι η ελληνική κυβέρνηση και οι νόμιμοι εκπρόσωποί της, που υπερασπίστηκαν την ελληνική Δικαιοσύνη στην υπόθεση «παράβαση καθήκοντος», πήραν το μήνυμα. Όμως, στις 8 Ιουνίου 2023 η κυβέρνηση κατέθεσε αίτηση για επανεξέταση της υπόθεσης από την Ολομέλεια του ΕΔΑΔ, απορρίπτοντας την απόφαση ότι ο κ. Γεωργίου δεν είχε δίκαιη δίκη στην Ελλάδα. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους προφανώς γνωρίζει ότι δεν έχει καμία πιθανότητα να κερδίσει αφού δεν έχει υποβάλει νέα επιχειρήματα. Ωστόσο, αποφάσισε να σπαταλήσει χρόνο και πόρους εξαντλώντας όλα τα ένδικα μέσα προκειμένου να προστατευτεί από πιθανή κριτική και ενδεχομένως να προλάβει τη σύγκρουση εντός του κυβερνώντος κόμματος μεταξύ της σημερινής και της προηγούμενης ηγεσίας. Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση, η παθολογία που οδήγησε στις «ελληνικές στατιστικές» συνεχίζεται. Ζει ο λαϊκισμός των εύκολων λύσεων που πρόσφεραν πρώην πρωθυπουργοί με το «Ζάππειο Ι, ΙΙ, ΙΙΙ» και η ακύρωση των μνημονίων με τους δανειστές της Ελλάδας «με έναν νόμο και ένα άρθρο»! Έτσι, αναβάλλεται επ’ αόριστον η προοπτική επανάληψης της δίκης που θα επέτρεπε στον κ. Γεωργίου να δικαιωθεί πλήρως.
Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να αλλάξει αυτή τη θλιβερή εικόνα, η οποία βλάπτει τη φήμη της Ελλάδας ως χώρας που υποστηρίζει το κράτος δικαίου, στη δεύτερη πρωθυπουργική θητεία του. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης που συχνά επισημαίνει. Η απόδοση των δικαστών πρέπει να αξιολογείται όχι μόνο ως προς την ταχύτητα των αποφάσεών τους αλλά και ως προς την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητά τους.
Η κ. Μιράντα Ξαφά είναι μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Κέντρου Φιλελεύθερων Σπουδών (ΚΕΦΙΜ) και συγγραφέας του βιβλίου «Δημόσιο Χρέος» της σειράς Σύντομες Εισαγωγές, Εκδόσεις Παπαδόπουλος.