Η συμπάθεια του κοινού προς το ΠΑΣΟΚ που προέκυψε μετά τον θάνατο της αείμνηστης αρχηγού του Φώφης Γενυμματά, η δυναμική της εκλογής νέου προέδρου και εκπροσώπου της νέας γενιάς (Νίκος Ανδρουλάκης), ακόμη και η ενστικτώδης υποστήριξη σε αρχηγό κόμματος που έπεσε θύμα. της επιτήρησης δεν έχουν φέρει την εκλογική ώθηση που περίμενε και ήλπιζε το ΠΑΣΟΚ.
Έπειτα ήρθε η περίπτωση της Εύας Καϊλή, Ελληνίδας βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που βρίσκεται στη φυλακή εν αναμονή της δίκης για μια συνεχιζόμενη έρευνα για μια μεγάλη έρευνα διαφθοράς που συγκλόνισε τις Βρυξέλλες, η οποία, στην πρώτη της φάση, φαίνεται να έχει επηρεάσει, τουλάχιστον ήπια , τη δημοτικότητα του κόμματος, αν και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Ανδρουλάκη με τον πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη τεταμένες. Είναι επίσης γνωστό ότι δεν απολάμβανε τη στήριξή του και δεν είχε σκοπό να τη συμπεριλάβει στη λίστα των υποψηφίων του.
Ακόμη και αν η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία δεν αποφύγει κάποιες απώλειες από την έρευνα που αφορά τη δική της ευρωβουλευτή, Μαρία Σπυράκη (και στις δύο περιπτώσεις οι αρχηγοί των κομμάτων αντέδρασαν άμεσα), είναι απίθανο να βελτιωθούν οι προοπτικές του ΠΑΣΟΚ.
Επωφελούμενοι από τις τελευταίες εξελίξεις στις Βρυξέλλες, που φέρνουν στο μυαλό μια ευρύτερη αίσθηση διαφθοράς των περασμένων δεκαετιών, είναι κυρίως τα λεγόμενα κόμματα κατά του κατεστημένου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Νέα Δημοκρατία δεν ανησυχεί τόσο για τη σταδιακή άνοδο του Εθνικού Κόμματος Ελλήνων (του ακροδεξιού πολιτικού κόμματος που ιδρύθηκε το 2020 από τον φυλακισμένο πρώην στέλεχος της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη), όσο για την εδραίωση και ενίσχυση του υπερκείμενου -Εθνικιστική και λαϊκιστική Ελληνική Λύση που βρίσκεται ήδη στη Βουλή και η διακριτή παρουσία που φαίνεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις της εθνικιστικής Εθνικής Δημιουργίας.
Ο διαφαινόμενος κίνδυνος δεν είναι μόνο να χάσουν οι συντηρητικοί την ευκαιρία να εξασφαλίσουν απόλυτη πλειοψηφία, αλλά και να αντιμετωπίσουν την προοπτική ενός δύσκολου πολιτικού διλήμματος: να σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό με έναν εταίρο που αντιπαθούν και θα ήθελαν να αποφύγουν.
Για το ΠΑΣΟΚ η κατάσταση παίρνει δυνητικά υπαρξιακές διαστάσεις. Αν η άνοδος που καταγράφηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη –όταν πολλοί ήλπιζαν ότι το κόμμα θα καθιερωθεί ως ισχυρός τρίτος πόλος και θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις– αποδειχτεί κάτι χωρίς προοπτική, τότε υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω υποχώρησης. προκαλώντας εσωτερικές ανατροπές με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το μέλλον.
Αν η αίσθηση ότι το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να παίξει τον ρόλο που περίμενε –υπό πίεση και από τα δύο βασικά κόμματα που στοχεύουν επίσης, το καθένα με τον τρόπο του, τη μέση λύση– εδραιωθεί, τότε η επιθυμία ορισμένων κεντρώων και αναποφάσιστων ψηφοφόρων για συνασπισμό. κυβέρνηση με τη συμμετοχή ενός μετριοπαθούς κόμματος με σεβαστά και ικανά μέλη που θα βοηθούσαν να αποτραπεί κάθε είδους παρέκκλιση από τον κύριο δρόμο θα διαλυθεί επίσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόκληση για τον Ανδρουλάκη στο εγγύς μέλλον είναι να δείξει αν έχει την ικανότητα να ξεπεράσει τις δυσκολίες της τρέχουσας περιόδου, να αντιστρέψει το κλίμα στασιμότητας και να πείσει το κοινό ότι το κόμμα του μπορεί και πρέπει να γίνει κυβέρνηση. εταίρο, ενώ καταδεικνύει αντίστοιχη άνοδο στις δημοσκοπήσεις.