Η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακάλυψε ένα ασύμμετρο μοτίβο στη μεταφορά των τιμών των καυσίμων και στα τρία στάδια της αλυσίδας παραγωγής και διανομής (διύλιση, εμπορία, λιανική πώληση), καθώς και ενδείξεις αναποτελεσματικής λειτουργίας του ανταγωνισμού, γεγονός που ξεκίνησε μια διαδικασία ρυθμιστικής παρέμβασης στο στο πλαίσιο της απόφασης της πλειοψηφίας στις 22 Νοεμβρίου.
Η ετυμηγορία, όπως ανακοίνωσε η επιτροπή, βασίζεται στα ευρήματα της επιθεώρησης της αγοράς καυσίμων που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2022, καλύπτοντας επιλεκτικά αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων, ντίζελ και πετρέλαιο θέρμανσης. Το τελικό συμπέρασμα της ανάλυσης, που περιορίστηκε στην περιοχή της Αττικής όπου υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός, δείχνει την ύπαρξη ασυμμετρίας και για τα τρία προϊόντα και στα τρία στάδια παραγωγής και διανομής, που αναφέρεται και ως φαινόμενο «ρουκέτες και φτερά». .
Η ανάλυση της επιτροπής διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, υψηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά διύλισης και μέτριο έως χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά χονδρικής. Στη λιανική αγορά λειτουργούν περίπου 5.000 πρατήρια καυσίμων στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός είναι τοπικός και επομένως, σύμφωνα με την επιτροπή, το επίπεδο συγκέντρωσης μπορεί να διαφέρει ανά περιοχή και θα πρέπει να εξεταστεί διεξοδικά.
Διαπίστωσε επίσης σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών και των δεικτών κερδοφορίας των διυλιστηρίων και των χονδρεμπόρων κατά την υπό εξέταση περίοδο, ιδιαίτερα το αυξημένο περιθώριο κέρδους των διυλιστηρίων το 2022 (σχεδόν διπλάσιο από αυτό του 2021), μια αύξηση στο περιθώριο διύλισης, μια ισχυρή ανοδική τάση στις τιμές χονδρικής και στα τρία προϊόντα από τις αρχές του 2022 και μετά, και αντίστοιχη τάση στις μέσες τιμές λιανικής, αλλά και πολύ μεγάλη αντιστοιχία τιμών μεταξύ των δύο διυλιστηρίων τόσο για την αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων όσο και για το πετρέλαιο ντίζελ, ζητήματα που όπως σημειώθηκε απαιτούν περαιτέρω έρευνα.
Με τη διαδικασία της ρυθμιστικής παρέμβασης που ξεκίνησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θα εξεταστούν σε βάθος οι συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές καυσίμων προκειμένου να διευκρινιστεί εάν η ασυμμετρία στις τιμές καθώς και οι αυξήσεις τα τελευταία δύο χρόνια «οφείλονται στην απουσία συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού, καθώς και ζητήματα που αφορούν τον μηχανισμό δασμολογικής πολιτικής, τη διατήρηση των αποθεμάτων ασφαλείας και άλλα πιθανά εμπόδια για την είσοδο και την ανάπτυξη στην αγορά».