Την περασμένη Τετάρτη, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος πρόεδρος έθεσαν τις βάσεις για την επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων των δύο χωρών. Για πρώτη φορά, η συνάντηση των δύο ηγετών πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να στεφθεί με επιτυχία, για τουλάχιστον τέσσερις λόγους: α) Ο Ερντογάν είχε αναδειχθεί πρωταγωνιστής της συνόδου κορυφής, έχοντας δώσει τη συγκατάθεσή του για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και έλαβε ισχυρή δέσμευση από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ότι θα έκανε ό,τι περνά από το χέρι του για να προχωρήσει στην πώληση 40 μαχητικών αεροσκαφών F-16 και στον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων πολεμικών αεροσκαφών της· β) Ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν είναι πλέον ελεύθεροι και ισχυροί, με αρκετό χρόνο για να κινηθούν με ευελιξία και να λάβουν, αν χρειαστεί, δύσκολες αποφάσεις (για τους ψηφοφόρους τους). γ) το κλίμα είναι σαφώς βελτιωμένο, τόσο λόγω της αναστολής των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου και των υπερπτήσεων τους τελευταίους τέσσερις μήνες και, αντίστοιχα, της ικανοποίησης της Τουρκίας για το κλείσιμο του καταυλισμού μεταναστών στο Λαύριο, που είχε ισχυριστεί ότι ήταν εστία Κούρδων εξτρεμιστών. ; και δ) Η προθυμία του Ερντογάν να αναθερμάνει τη σχέση του με τη Δύση –λόγω της κατάστασης της οικονομίας της χώρας του– και προφανώς τα καλά νέα από τη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, που θα προσθέσουν στην εικόνα μιας Τουρκίας που, επιφανειακά, αλλάζει ρότα, γίνεται πιο αξιόπιστη και λιγότερο προβληματική για τους δυτικούς εταίρους της.

Εδώ βρίσκεται το «κλειδί» στις σχέσεις τόσο μεταξύ Τουρκίας και Δύσης όσο και μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας: στην αξιοπιστία, στη σταδιακή εγκαθίδρυση κλίματος εμπιστοσύνης έναντι της εμφανούς αμοιβαίας δυσπιστίας και στη συνέπεια. Πολύ λίγοι άνθρωποι εμπιστεύονται τα λόγια του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και κυρίως μπερδεύουν τον ευσεβή πόθο τους με την πραγματικότητα, θεωρώντας ότι η στάση του στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ είναι αρκετή για να επαναφέρει την Τουρκία στο δυτικό μαντρί.

Αυτή η άποψη είναι εξαιρετικά αφελής, καθώς αγνοεί όσα συνέβησαν στην Τουρκία τα τελευταία 20 χρόνια, όταν η ταυτότητά της άλλαξε άρδην και η τουρκική κοινωνία, καθώς και η ελίτ, διαποτίστηκαν σημαντικά από αντιλήψεις που αποκλίνουν από τον κυρίαρχο δυτικό τρόπο σκέψης. Δείχνει επίσης ότι δεν μπορούν να «διαβάσουν» σωστά τον Ερντογάν, καθώς άλλαξε την πολιτική της χώρας του και κατ’ επέκταση την εξωτερική της πολιτική, κρίνοντας ότι η αυτονομία της από τη Δύση και η ισορροπία μεταξύ αυτής και της Ανατολής διευρύνει – αντί να μειώνει – την περιθώρια για πολιτικούς ελιγμούς. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Ήδη, από το Βίλνιους, παρά την πρόσφατη αντιπαράθεση Άγκυρας-Μόσχας για τον επαναπατρισμό των διοικητών του Αζόφ στην Ουκρανία, ο Τούρκος πρόεδρος σημείωσε ότι οι ενέργειες του ΝΑΤΟ δεν πρέπει να στρέφονται εναντίον καμίας τρίτης δύναμης –δηλαδή της Ρωσίας– αλλά και να στείλουν μήνυμα στην Κίνα, αφού η πρόθεση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας είναι να επεκτείνει τις βάσεις της στην Ασία.

Επομένως, μένει να φανεί πόσο ειλικρινείς είναι οι προθέσεις του Ερντογάν και πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η θετική αλλαγή. Εμείς, από την πλευρά μας, πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις επιλογές μας, στοιχηματίζοντας ή ελπίζοντας ότι η ανάγκη του να ταράξει την οικονομία αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη της αγοράς και προσελκύοντας επενδύσεις θα τον βάλει στον σωστό δρόμο – όπως και να είναι αυτό. Το ερώτημα βέβαια είναι πώς θα μετριαστεί η αλαζονική του στάση και οι ηγεμονικές φιλοδοξίες των λεγόμενων «συνόρων της καρδιάς του» και του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα» και βεβαίως εάν αυτή η προσέγγιση με τη Δύση έχει τελικά βάθος και συνέχεια. Για όσο διαρκέσει, η ελληνική πλευρά έχει τη δυνατότητα να προωθήσει τις θέσεις της μέσω των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας και Αμερικανοτουρκικής, δεδομένου ότι καταφέραμε να λάβουν υπόψη την Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Χωρίς να υπερεκτιμούμε τη βοήθεια των εταίρων και των συμμάχων μας στη διόρθωση της πολιτικής της Τουρκίας, και ακόμη περισσότερο στην αλλαγή της τουρκικής ατζέντας, πρέπει να επενδύσουμε στις προϋποθέσεις που θα προκύψουν εάν ο Ερντογάν επιμείνει στην αναβίωση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά και στην πρόσβασή μας στην ΜΑΣ.

Το Κογκρέσο των ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές διαδικασίες δεν θα δώσουν λύση στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Ωστόσο, θα δείξουν και θα ανοίξουν τον δρόμο για την εξομάλυνση της Τουρκίας, για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ένα σενάριο που σήμερα μοιάζει μακρινό και δεν είναι άλλο από την οριστική διευθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό προϋποθέτει σκληρές και συνεχείς διαπραγματεύσεις τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την ΕΕ, για παράδειγμα την επιμονή να υπάρχουν κανόνες αντί για πολιτική συναλλαγών, η οποία, αργά ή γρήγορα, θα μας επαναφέρει στο status quo ante.

Ο τρόπος σταδιακής άρσης των επιφυλάξεων και από τις δύο πλευρές είναι ένα δεσμευτικό πλαίσιο με λεπτομερή οδικό χάρτη, ώστε κάθε πλευρά να μπορεί να ελέγξει την άλλη με βάση τις δεσμεύσεις και τη συμμόρφωσή της. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να αποδεχθούμε ένα σύνολο κοινά αποδεκτών κανόνων: Για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι δύο χώρες – Ελλάδα και Τουρκία – και οι δύο πλευρές – η Δύση και η Τουρκία – και να μην αναφέρονται τυχόν παρερμηνείες και παρεκκλίσεις από τον οδικό χάρτη. κάποιο μακρινό μέλλον ή παραμένουν χωρίς συνέπειες. Όσο πιο ξεκάθαρα και καλύτερα συμφωνημένα είναι τα όρια, τόσο μικρότερες είναι οι πιθανότητες να μην διαγνωστούν έγκαιρα οι σκόπιμες αποκλίσεις. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι η επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων θα βασίζεται σε στέρεο και όχι σαθρό έδαφος.

Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκόσμιων Υποθέσεων, αναπληρωτής καθηγητής στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.

Από news