Τις τελευταίες ημέρες, η ελληνική κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση ΣΥΡΙΖΑ υπέβαλαν τις προτάσεις τους για μπλοκάρισμα των Ελλήνων –του κόμματος που δημιούργησε ο Ηλίας Κασιδιάρης, πρώην κορυφαίος στέλεχος της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής που καταδικάστηκε για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης– να είναι υποψήφιος στις επερχόμενες γενικές εκλογές.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο προτάσεων είναι ότι θα επιτρέψουν στο Ανώτατο Δικαστήριο να αποκλείσει από τις εκλογές όχι μόνο κόμματα που περιλαμβάνουν ως μέλη άτομα που καταδικάστηκαν –ακόμα και σε πρώτο βαθμό– για συμμετοχή ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, αλλά και οποιοδήποτε κόμμα του οποίου η οργάνωση και Οι ενέργειες δεν «υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία της δημοκρατικής διακυβέρνησης» (όπως αναφέρεται στο άρθρο 29, παράγραφος 1 του ελληνικού Συντάγματος). Η σημαντικότερη διαφορά των δύο προτάσεων έγκειται στο γεγονός ότι το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει ότι για να αποκλειστεί ένα κόμμα θα πρέπει απαραίτητα να πληροί και το κριτήριο του ρατσιστικού ή/και ναζιστικού λόγου, ενώ η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας αφήνει το θέμα απροσδιόριστο.
Το πλεονέκτημα της ανάθεσης της προαναφερθείσας απόφασης στον Άρειο Πάγο είναι προφανές: Στο μέλλον θα μπορεί να αποκλειστεί όχι μόνο το κόμμα του Κασιδιάρη, αλλά και κάθε κόμμα που θα έχει μπροστά τους αχυράνθρωπους του Κασιδιάρη. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που δεν θα επιτυγχανόταν εάν η τροπολογία περιοριζόταν στον αποκλεισμό κομμάτων με καταδικασμένα άτομα στη λίστα τους.
Ωστόσο, το μειονέκτημα και των δύο προτάσεων είναι, κατά τη γνώμη μου, απείρως σημαντικότερο: Θα επέτρεπαν στο Ανώτατο Δικαστήριο να μπορεί να αποκλείσει από τις εκλογές ακόμη και αθώες πολιτικές ομάδες, χωρίς να αναφέρει κανένα σοβαρό στοιχείο. Θα αρκούσε μια έκθεση της αστυνομίας ή των πληροφοριών να χαρακτηρίσει αυτά τα κόμματα ως «ανατρεπτικά» ή ακόμη και «ρατσιστικά» ή «φιλοναζιστικά», σύμφωνα με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Με ποια κριτήρια το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, υπό ασφυκτική πίεση χρόνου, θα απέκλειε από τις εκλογές, ας πούμε, την «Ασημένια Αυγή», της οποίας το καταστατικό θα όριζε ότι θα σέβεται το Σύνταγμα και όχι ένα κόμμα όπως το ΚΚΕ. Η Ελλάδα, της οποίας το καταστατικό εξακολουθεί να αναφέρει ότι επιδιώκει να επιβάλει «μια δικτατορία του προλεταριάτου»;
Ακόμη και το κριτήριο της χρήσης βίας, το οποίο θα μπορούσε να αναφερθεί για την απαγόρευση ενός κόμματος, είναι κατά τη γνώμη μου επικίνδυνο εάν δεν έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση. Με άλλα λόγια, για να αποφευχθούν λάθη που μπορεί να αποβούν μοιραία, οι προτάσεις πρέπει να αποκλείουν κάθε κριτήριο που θα άφηνε περιθώριο στο Ανώτατο Δικαστήριο να αξιολογήσει εάν θα επιτραπεί σε μια πολιτική ομάδα να συμμετάσχει στις εκλογές.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, επιτρέψτε μου να επιμείνω στην απλούστερη δυνατή λύση: Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο ανακοινώσει ποια κόμματα θα είναι υποψήφιοι, θα πρέπει να περιοριστεί στη δήλωση ότι οι δύο νόμιμες προϋποθέσεις που προβλέπονται σήμερα (ελληνική ιθαγένεια και κατώτατο όριο ηλικίας των υποψηφίων) πληρούνται, και απλώς προσθέτουν ένα τρίτο – δηλαδή μη καταδίκη, έστω και σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για διεύθυνση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρθρα 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα).
Αρκεί τότε να αντικατασταθεί η φράση «Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν έχουν καταδικαστεί…» που βρέθηκε στην περίπτωση β’ της παρ. 1 του άρθρου 32 του ισχύοντος εκλογικού νόμου ( 26/2012) με τις λέξεις «κάθε υποψήφιος βουλευτής που δεν έχει καταδικαστεί…»
Ο Νίκος Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Νομικής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.