Οι Βρυξέλλες σηματοδοτούν το τέλος των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, ανατρέποντας το καθεστώς της μονομερούς παράτασης που εξασφάλισε η προηγούμενη κυβέρνηση για το ανώτατο όριο στη χονδρική αγορά και τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος έως τον Σεπτέμβριο.
Στην έκθεση αξιολόγησης για τα έκτακτα μέτρα που δημοσίευσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από την αποκλιμάκωση των τιμών στην αγορά, οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι δεν υπάρχει λόγος παράτασής τους, κάτι που στην περίπτωση της Ελλάδας σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να συνεχίσουν πέραν του Ιουνίου, όταν λήγει η περίοδος έγκρισής τους.
Λίγο πριν τη λήξη της θητείας του, ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας παρέτεινε τόσο τον μηχανισμό ανάκτησης πλεονασμάτων από τη χονδρική αγορά όσο και την αναστολή της ρήτρας προσαρμογής και των επιδοτήσεων μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, εν αναμονή της έγκρισης της Επιτροπής σε προηγούμενη αίτημα που είχε υποβάλει για παράτασή τους μέχρι το τέλος του έτους, το οποίο δεν εγκρίθηκε, και όπως προκύπτει από την έκθεση δεν θα γίνει δεκτό.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης, τα οποία θα υποβληθούν ως προτάσεις στο Συμβούλιο για να λάβουν τη μορφή υποχρεωτικών μέτρων, αναφέρουν ότι τα έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που εφαρμόζονται βάσει του κανονισμού 2022/1854 δεν πρέπει να παραταθούν.
Πρόκειται για το μέτρο της επιβολής πλαφόν στα έσοδα των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής (τεχνολογίες που παρήγαγαν πλεονάζοντα έσοδα λόγω της υψηλής τιμής του φυσικού αερίου), των μέτρων για την απαλλαγή νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το υψηλό ενεργειακό κόστος (επιδοτήσεις, φορολογικές μειώσεις, ανώτατα όρια κλπ), και για μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας κατά τις ώρες αιχμής κατά 5%.
Αξιολογώντας τις συνθήκες της αγοράς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι τιμές τον Αύγουστο του 2022 ήταν πάνω από 350 ευρώ ανά μεγαβατώρα – δηλαδή τέσσερις φορές τον μέσο όρο της περιόδου 2010-2020.
Ωστόσο, από τον Δεκέμβριο του 2022 οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος έχουν μειωθεί δραστικά και είναι κατά μέσο όρο κάτω από τα 80 €/MWh και οι τιμές του φυσικού αερίου όχι μόνο έχουν μειωθεί, αλλά και σταθεροποιούνται.