Εδώ και μήνες διεξάγονται σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ σε κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας αλλά και αμοιβαίας κατανόησης ότι η ρήξη στις σχέσεις τους δεν είναι προς το συμφέρον κανενός από τα μέρη. Το γεγονός ότι η Τουρκία μπαίνει σε εκλογική χρονιά, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυρίως λόγω της κατάστασης της οικονομίας και η ανάγκη του να κερδίσει τις εκλογές πάση θυσία δημιουργούν προβλήματα αλλά και περιορισμούς στις διαβουλεύσεις τους.
Τα προβλήματα υπάρχουν επειδή η Άγκυρα είναι εκνευρισμένη με τις ενέργειες της Ουάσιγκτον που θεωρεί ότι είναι αποδεδειγμένα αντίθετες με τα συμφέροντα της Τουρκίας. Αυτό εντείνεται από την πεποίθηση ότι οι Αμερικανοί δεν συμπαθούν τον Ερντογάν –εξ ου και η υποτιθέμενη προσπάθεια «να τον ξεφορτωθούν» με το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016– και ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να τον υπονομεύουν υποστηρίζοντας τους Κούρδους της Συρίας και μια αλλαγή πολιτικής σε σχέση με την Ελλάδα. Στην εγχώρια αφήγηση του Ερντογάν, οι ΗΠΑ συνήθως δαιμονοποιούνται και κατηγορούνται ότι προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς προκειμένου να συγκεντρώσουν ένα κυρίως εθνικιστικό κοινό και να δικαιολογήσουν μια απόκλιση από τα δυτικά πρότυπα.
Εξάλλου, ο Ερντογάν δεν θέλει να κρατηθεί δέσμιος των αποφάσεων και των επιλογών τρίτων και λόγω του πολέμου στην Ουκρανία προσπαθεί να αποκτήσει μεγαλύτερο βαθμό ευελιξίας, ακόμη και σε επιθετικές ενέργειες όπως αυτές κατά των Κούρδων της Συρίας. Θέλει επίσης να του επιτραπεί να επιτεθεί κατά της Ελλάδας χωρίς κόστος, καλλιεργώντας ένα ανθελληνικό κλίμα στη χώρα του, εξωραΐζοντας την ατζέντα των τουρκικών διεκδικήσεων, επιβαρύνοντας τις σχέσεις με μια χώρα που υποτίθεται ότι είναι σύμμαχος και απειλώντας να «έρθουν ξαφνικά μια νύχτα.”
Οι μέχρι πρότινος ανήκουστες απειλές γίνονται τώρα μπροστά στους Ευρωπαίους ομολόγους του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μαβλούτ Τσαβούσογλου, οι οποίοι με τη σιωπή τους, ακόμα κι αν δεν τις αποδέχονται, δεν τις καταδικάζουν. Δεν πήραμε το μάθημά μας από αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία; Όταν διάφοροι δυτικοί ηγέτες υποστηρίζουν ότι μια πιθανή ρωσική νίκη σημαίνει ότι ο επιτιθέμενος θα επικρατήσει, αγνοώντας βασικές έννοιες του διεθνούς δικαίου όπως η εδαφική ακεραιότητα και η κυριαρχία, γιατί υποβαθμίζουν την προφανή αναλογία σε ενέργειες και μεθόδους μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας;
Ή πού ακριβώς νομίζουν ότι διαφέρουν, όταν η Άγκυρα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένοπλη αντιπαράθεση με την Ελλάδα, απειλώντας την ευθέως με εισβολή, επικαλούμενη την απόρριψη των παράλογων αιτημάτων της, όπως έκανε η Μόσχα; Πώς νηφάλιασε η Δύση από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, όταν στο όνομα της ενότητας ενάντια στη Ρωσία –την οποία η Τουρκία υπονομεύει ανοιχτά– ανταμείβει την Άγκυρα, κλείνοντας τα μάτια στην περιφρόνηση που της τρέφει συχνά η τελευταία;
Είναι πλέον προφανές ότι πολλοί Δυτικοί δίνουν χώρο στην Τουρκία να τους εκβιάσει. Φυσικά, λόγω της απώλειας της αξιοπιστίας της, η τουρκική ηγεσία εκβιάζεται εξίσου, αν όχι περισσότερο. Πολύ περισσότερο αφού ο Ερντογάν δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει τις εκλογές. Ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η Τουρκία, διότι οι κόκκινες γραμμές των εταίρων μας χαράσσονται σαφώς σε διαφορετικό σημείο από το δικό μας. Και έτσι είναι ικανοποιημένοι που η Τουρκία δεν κάνει το απόλυτο βήμα μιας ένοπλης αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, την οποία η Άγκυρα θέλει να αποφύγει ούτως ή άλλως, ξεγελώντας τους ώστε να πιστεύουν ότι χάρη σε αυτούς συγκρατείται, ενώ οι εταίροι μας δεν το αντιλαμβάνονται δοκιμάζοντας την ανοχή της σε επιθετικές τακτικές, η Τουρκία βλέπει ότι αποδυναμώνεται κάθε φορά που αναβαθμίζεται ο ρόλος της – αυτή τη στιγμή λόγω της Ουκρανίας.
Ακόμη πιο προβληματικό είναι το γεγονός ότι ενώ οι εταίροι μας αντιλαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες ότι η Τουρκία παίζει συχνά το παιχνίδι της Ρωσίας, της το επιτρέπουν από φόβο μήπως τη χάσει. Σε μια συζήτηση πριν από μερικές εβδομάδες, με έκπληξη άκουσα Ευρωπαίους και Αμερικανούς αξιωματούχους να δικαιολογούν την εξαίρεση της Άγκυρας από την υποχρέωση επιβολής κυρώσεων, με το σκεπτικό ότι η συμμετοχή της θα καταστρέψει την τουρκική οικονομία! Και ειλικρινά αναρωτιέμαι πόσο ισχυρότερο είναι το ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας όταν ένας βασικός εταίρος αμφιταλαντεύεται και εγείρει μη ρεαλιστικούς ισχυρισμούς ότι συναινεί στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, κάτι που στην πράξη όχι μόνο υπονομεύει τη συνοχή της Συμμαχίας αλλά και αποκαλύπτει την αδυναμία της να επιβάλει τις αποφάσεις της.
Τελικά, αυτή η διστακτικότητα προς την Τουρκία (ενδεικτική της σύγχυσης με την πιθανή πώληση των αμερικανικών F-16) είναι αποτέλεσμα της γενικής στασιμότητας που επιδεικνύει η Δύση στην παραγωγή νέων ιδεών, ειδικά στον τρόπο αντιμετώπισης των αναδυόμενων και ρεβιζιονιστικές δυνάμεις. Έτσι, ακολουθώντας την πεπατημένη πορεία των περασμένων δεκαετιών σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ένα σημαντικό μέρος της Δύσης αγνοεί ότι η Τουρκία έχει μια διαφορετική ταυτότητα και έναν διφορούμενο προσανατολισμό που θέλει να απελευθερωθεί.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκόσμιων Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος. Ένα νέο βιβλίο στα ελληνικά με τίτλο «Το Μέλλον της Ιστορίας», σε επιμέλεια Φίλη, κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στα καταστήματα.