Γίνονται θαύματα στην Ελλάδα; Με την πρώτη ματιά, μερικά από αυτά που συμβαίνουν μοιάζουν με θαύματα. Για παράδειγμα, σε μια υπερχρεωμένη χώρα, επιδόματα και βοήθεια πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ μοιράζονται εύκολα, χωρίς αυστηρά κριτήρια ή άλλους, τετριμμένους, περιορισμούς. Έτσι τροφοδοτείται η κατανάλωση. Η κατανάλωση προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ και εδώ βρίσκεται το θαύμα: Καταναλώνοντας –όχι επενδύοντας και παράγοντας– γινόμαστε πλουσιότεροι.

Προς υποστήριξη του «θαύματος» ότι μπορούμε να πλουτίσουμε χωρίς να επενδύσουμε, αλλά καταναλώνοντας, διοχετεύουμε ένα μεγάλο έως πολύ μεγάλο μέρος της χρηματοδότησής μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση για επενδύσεις (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς και Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ) στην κατανάλωση και εισαγωγές για κατανάλωση, επιδόματα ανεργίας που μεταμφιέζονται σε ταμεία εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης, επιδόματα κοινωνικής εργασίας, εξωραϊσμός εκκλησιών, μοναστηριών και άλλες θεοσεβείς δραστηριότητες.

Ένα άλλο, ξεχωριστό «θαύμα» είναι το εξής: οι ελληνικοί μισθοί είναι χαμηλοί (το φτηνό εργατικό δυναμικό παραμένει ελληνικό «ατού», καθώς το μορφωμένο αλλά πολύ φθηνό –με το ένα τρίτο του κόστους του μέσου Ευρωπαίου– το ελληνικό εργατικό δυναμικό προσελκύει τις πολυεθνικές up shop στη χώρα μας) και εξατμίζονται πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ – αναφέρει η Eurostat. Παρόλα αυτά, οι μισθοί αποδεικνύονται αρκετά εύρωστοι ώστε το κράτος –με το διανεμητικό σύστημα να προσφέρει αύξηση 7% (ή και περισσότερο) στις συντάξεις από το νέο έτος. Δεν είναι θαύμα!

Δυστυχώς, αυτό που φαίνεται να θριαμβεύει ενάντια στην κοινή λογική και όλα τα οικονομικά εγχειρίδια, ανεξαρτήτως σχολής σκέψης, δεν είναι θαύματα. Μοιάζει περισσότερο με ένα είδος μέθης που ανακαλύπτει τα μαγικά δέντρα του χρήματος.

Τα τελευταία δύο χρόνια, η κυβέρνηση μοίρασε πάνω από 56 δισεκατομμύρια ευρώ για να αντιμετωπίσει –αλλά και με το πρόσχημα της αντιμετώπισης– την οικονομική δυσπραγία που προκάλεσε αρχικά η πανδημία και στη συνέχεια ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτά τα 56 δισεκατομμύρια ευρώ αύξησαν το ΑΕΠ κατά περίπου 40 δισεκατομμύρια ευρώ – δεν το λες θαύμα. Η άφθονη (για ορισμένους) ρευστότητα, σε συνδυασμό με τις συνέπειες του συνεχιζόμενου πολέμου στις τιμές της ενέργειας, την παραγωγή, τις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού και τα τεράστια –με ευρωπαϊκά πρότυπα– κέρδη με τα οποία λειτουργεί μεγάλο μέρος της μεταποίησης, της βιομηχανίας, των εισαγωγών και του λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα. , ώθησε τον πληθωρισμό. Η κυβέρνηση καταγγέλλει επίσημα τον πληθωρισμό, αλλά σε αυτό βασίζεται η πολυδιαφημισμένη «ανάπτυξη».

Ίσως αυτός είναι ο λόγος που αρκούνται στην προώθηση κάποιου «καλαθιού νοικοκυριού». Ο πληθωρισμός αυξάνει ονομαστικά το ΑΕΠ. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται έτσι και φαίνεται σαν η ελληνική οικονομία να μειώνει το χρέος της και να γίνεται πιο υγιής – ενώ το χρέος στην πραγματικότητα αυξάνεται. Επειδή μεγάλο μέρος του χρέους μας είναι σε σταθερά επιτόκια, ο πληθωρισμός μειώνει την πραγματική αξία των τόκων που πληρώνουμε – υπολογίζεται ότι εξοικονομούμε περίπου 15 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος. Τέλος, χάρη στον πληθωρισμό, η «μηχανή της ανάπτυξης» – που είναι τα πραγματικά κέρδη των εταιρειών – αυξάνεται, ενώ μειώνονται οι πραγματικοί μισθοί και οι μισθοί.

Η οικονομική ανάπτυξη που διαφημίζεται ως μέγα επίτευγμα εξαρτάται τοξικά από τον πληθωρισμό.

Όταν ο πληθωρισμός αρχίσει να μειώνεται, κάτι που θα συμβεί καθώς η Ευρώπη εισέρχεται σε ύφεση το 2023, η εικόνα θα αρχίσει να αλλάζει γρήγορα. Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να είναι 1%. Δεν μπορώ παρά να θυμηθώ την πρόβλεψη και την αγωνία του Νίκου Βέττα, γενικού διευθυντή του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ): Χωρίς μεταρρυθμίσεις, είπε πριν από τρία χρόνια, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα περιοριστεί στο 1%. σε 1,5% ετησίως. Αυτό θα έχουμε αν δεν αλλάξουμε. Δεν έχουμε αλλάξει.

Από news