Στον απόηχο των φονικών πλημμυρών που προκάλεσαν όλεθρο στο νησί της Κρήτης το περασμένο Σάββατο και οδήγησαν στο θάνατο δύο ανθρώπων και εκτεταμένες υλικές ζημιές, οι ειδικοί τόνισαν ότι η αλλαγή νοοτροπίας είναι επιτακτική στον σχεδιασμό πρωτοβουλιών πρόληψης.

Ουσιαστικά εντόπισαν τρεις παράγοντες που διευκόλυναν την καταστροφή στον οικισμό της Αγίας Πελαγίας: συγκεκριμένα ο μεγάλος όγκος νερού, η διάβρωση της κοίτης του ρέματος και οι ανεπαρκείς υποδομές.

«Μικρή σε διάρκεια αλλά ισχυρή σε ένταση, οι καταιγίδες είναι η σταθερή συνιστώσα των περισσότερων πλημμυρών που έχουμε βιώσει τα τελευταία χρόνια», δήλωσε ο Μιχάλης Διακάκης, γεωλόγος και μόνιμος συνεργάτης του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Αυτές οι καταιγίδες δημιουργούν πρόβλημα σε περιοχές που έχουν μικρές λεκάνες απορροής, όχι μεγάλα ποτάμια. Αν έπεφτε ο ίδιος όγκος βροχής στην Πάρνηθα δεν θα δημιουργούσε ορμητικά νερά καθώς η ροή θα εξομαλυνόταν. Τα μικρά ρέματα είναι ευαίσθητα σε σύντομες και έντονες καταιγίδες μικρής διάρκειας», σημείωσε, αναφέροντας κάποιες φονικές πλημμύρες με παρόμοια χαρακτηριστικά τα τελευταία χρόνια στην Ιαλυσό της Ρόδου (το 2013), στη Μάνδρα Αττικής (το 2017) και στα Βασιλικά και τα Πολιτικά το Εύβοια (2020).

Ένα δεύτερο θέμα που επιδείνωσε την καταστροφή στην Αγία Πελαγία ήταν η καταπάτηση των ρεμάτων και της πλημμυρικής πεδιάδας τους.

«Στην περιοχή υπάρχει πάρα πολύ ανάπτυξη κάθετα και παράλληλα με την υδάτινη οδό. Είναι κάτι που συμβαίνει συχνά σε ξηρά ρέματα: επειδή για χρόνια μπορεί να μην έχουν πολύ νερό, οι άνθρωποι τα μετατρέπουν σιγά σιγά σε δρόμους ή φτιάχνουν τα κρεβάτια τους», σημείωσε.

Ένας τρίτος παράγοντας ήταν ότι ένα σημαντικό τμήμα του ρέματος καλύπτεται από πλακοστρωμένο οχετό.

Διακάκης επέμεινε ότι χρειάζεται αλλαγή στον προληπτικό σχεδιασμό. «Τώρα τίθεται το ερώτημα εάν πρέπει να αλλάξουμε τη φιλοσοφία μας στον σχεδιασμό των αντιπλημμυρικών έργων μας», τόνισε.

Από news