Με ρωτούν συχνά Αμερικανοί λογοτεχνικοί φίλοι γιατί η σύγχρονη Ελλάδα έχει βγάλει τόσους περισσότερους σπουδαίους ποιητές από πεζογράφους, σημειώνοντας ότι οι δύο νομπελίστες της χώρας, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, έγραψαν και οι δύο ποίηση παρά μυθοπλασία. Η πρώτη μου απάντηση είναι να επισημάνω ότι οι Έλληνες γράφουν ποίηση εδώ και 3.000 χρόνια, αλλά το μυθιστόρημα υπάρχει μόνο 300. Εξάλλου, προσθέτω, η σύγχρονη Ελλάδα έχει δώσει πολλούς σπουδαίους πεζογράφους και αναφέρω γρήγορα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Νίκο Καζαντζάκη, Ο Στρατής Μυριβήλης και ο Θανάσης Βαλτινός ως παραδείγματα.
Από εδώ και πέρα, όμως, θα προσθέσω σε εκείνη τη διακεκριμένη λίστα το όνομα του Σωτήρη Δημητρίου. Το νέο του βιβλίο, «Ουρανός απ’ άλλους τόπους», είναι ένα αριστούργημα του οποίου η λογοτεχνική αξία δεν έχει δοθεί η προσοχή ή το βάρος που του αξίζει. Ένα μέρος του λόγου γι’ αυτό, υποπτεύομαι, είναι επειδή είναι τόσο επιτυχημένος στην απόδοση της γλώσσας του τόπου και του χρόνου στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία του –τα χωριά των Μουργκάνων βουνών στην Ήπειρο τη δεκαετία του 1940– που όσοι από εμάς θυμόμαστε οι ιδιωματισμοί και οι ρυθμοί του θαυμάζουν το επίτευγμά του, αλλά οι περισσότεροι από τους σημερινούς αναγνώστες πρέπει να καταβάλουν κάποια προσπάθεια για να το κατανοήσουν. Αλλά αν η γραφή είναι ζωγραφική με λέξεις, τότε ο Σωτήρης Δημητρίου έχει αποτυπώσει τη ζωή των αγροτών στα βουνά της Ηπείρου στα μέσα του περασμένου αιώνα στο βιβλίο του τόσο έντονα όσο ο Pieter Bruegel την αγροτική ζωή στις Κάτω Χώρες τέσσερις αιώνες νωρίτερα στους πίνακές του.
Το σκηνικό της τραγικής ιστορίας που αφηγείται ο Δημητρίου είναι το χωριό του, γνωστό εδώ και αιώνες ως Πόβλα, αλλά πρόσφατα μετονομάστηκε σε Αμπελώνα. Αγκαλιάζει τα σύνορα της Αλβανίας κατά μήκος της ξυλείας του ορεινού όγκου της Μουργκάνας και απέχει περίπου 15 χιλιόμετρα από το δικό μου χωριό, τη Λιά. Οι άντρες της Πόβλας, όπως και αυτοί της Λίας, ήταν ως επί το πλείστον πλανόδιοι καραγκιόζηδες, μερικές φορές έλειπαν από το σπίτι για μήνες κάθε φορά. Οι γυναίκες ήταν ως επί το πλείστον αγράμματοι δουλοπάροικοι που έκαναν ό,τι τους έλεγαν οι πατέρες, οι σύζυγοι και οι πεθερές τους. Βρήκαν παρηγοριά μόνο στα παιδιά τους, στη θρησκεία τους και ο ένας στον άλλον.
Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, η ζωή στην Πόβλα, όπως και στα 16 χωριά της οροσειράς των Μουργκάνων, ήταν τόσο πρωτόγονη όσο οπουδήποτε στην Ευρώπη. Το χωριό είχε ιερέα και σχολάρχη, αλλά όχι γιατρό. Δεν υπήρχαν δρόμοι, ούτε ρεύμα, ούτε τρεχούμενο νερό, ούτε ανέσεις. Το κρέας, η ζάχαρη και ο καφές ήταν σπάνιες πολυτέλειες και η καθημερινή ζωή διέπεται από δεισιδαιμονίες, φόβο και καχυποψία.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος χειροτέρευσε τα πράγματα στην Πόβλα και στα γύρω χωριά και ο εμφύλιος που ακολούθησε τα έκανε αφάνταστα σκληρά. Οι περισσότεροι από τους άνδρες εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να αποφύγουν τη βίαια στρατολόγηση από τους κομμουνιστές αντάρτες που τους κατέλαβαν το φθινόπωρο του 1947, νεαρές γυναίκες στρατεύτηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό και μικρά παιδιά μεταφέρθηκαν σε κομμουνιστικές χώρες στο βορρά. Ο φθόνος, η προδοσία και η ψευδομαρτυρία προστέθηκαν στην καχυποψία και στον φόβο.
Το τι συνέβη με όσους έμειναν στην Πόβλα αφηγείται έντονα στο βιβλίο του Δημητρίου η μητέρα του, η Αλέξω, της οποίας το μυαλό και η μνήμη παραμένουν τόσο καθαρά στα 98, όσο το άκουσμα των κουδουνιών της κατσίκας που άκουγε σε όλη της την παιδική ηλικία. Το επίκεντρο της ιστορίας της είναι η μητέρα της Μηλιά, η σύζυγος του προέδρου του χωριού που, όπως και οι περισσότεροι άνδρες της Πόβλας, τράπηκε σε φυγή καθώς πλησίαζε ο Δημοκρατικός Στρατός. Όταν οι αντάρτες δεν βρήκαν τον πρόεδρο του χωριού, άρπαξαν τη γυναίκα του, Μηλιά. «Τις έκλεισαν τις γυναίκες στο κατώφλι του Λιάγκου. Τους έβαλαν το μασιά πυρωμένον στον γκιόζι και στο στόμα. Μας τα είπε με χρόνια η Χρυσάνθη του Λιάγκου που την είχαν απολύσει. Ο, παιδάκια μου, τους έλεγε, έχω έξι κοπέλες παντρεμένες και ανύπαντρες. Και αυτή κοροϊδευαν που έκανε αράδα το σταυρό…Δεν άγλυμον κείνα τα δουλεμένα τα τυραγνισμένα χέρια.”
Η Μηλιά δεν ήταν το μόνο θύμα των ανταρτών. Καθώς επέβαλαν ολοένα και πιο δρακόντεια μέτρα στους ντόπιους πληθυσμούς, ένιωσαν την ανάγκη να σκορπίσουν τον τρόμο στα χωριά της Μουργκάνας βρίσκοντας όλο και περισσότερους «ανατρεπτικούς» για σύλληψη, βασανισμό, καταγγελία σε δίκες επίδειξης και εκτέλεση. Οι περισσότερες από αυτές ήταν αγράμματες αγρότισσες των οποίων η μόνη ανατροπή ήταν να εκφράζουν απρόσεκτα τις απόψεις τους για τη ζωή υπό τον Δημοκρατικό Στρατό. “Τ’ ήξεραν οι γυναίκες, αγράμματα και ξυπόλυτες και ζόρκες,” asks Alexo.
Στις αρχές Μαρτίου του 1948 η Πόβλα απελευθερώθηκε για λίγο από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά οι αντάρτες αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν το χωριό, σκοτώνοντας δεκάδες στρατιώτες στη διαδικασία και αιχμαλωτίζοντας 177, τους οποίους οδήγησαν στο αρχηγείο τους στην Τσαμαντά, το χωριό πάνω από την Πόβλα.
Στην Τσαμαντά τέσσερις αξιωματικοί μεταξύ των κρατουμένων, δύο εκ των οποίων γιατροί, δικάστηκαν γρήγορα και εκτελέστηκαν. Στους υπόλοιπους δόθηκε η επιλογή: να ενταχθούν στον αντάρτικο στρατό ή να φορέσουν τις στολές τους για κουρέλια και να επιστρέψουν σπίτι τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απλοί στρατεύσιμοι που η ζωή τους διέκοψε ο πόλεμος και επέλεξαν τη δεύτερη επιλογή. Τους οδήγησαν μακριά από το χωριό, αλλά όταν δεν φαινόταν, εξαφανίστηκαν, για να μην τους ξαναδούν ποτέ.
Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 1971, ένας βοσκός βρήκε έναν μερικώς θαμμένο σκελετό σε μια κοίτη κοντά σε ένα λάκκο με ασβέστη έξω από το χωριό. Ο λάκκος ασβέστη έδωσε 120 σκελετούς, ο καθένας με τα χέρια του δεμένα με σύρμα και μια τρύπα από σφαίρα στο κρανίο. Θάφτηκαν σε ένα λόφο στα περίχωρα της Τσαμάντα, αλλά κανένας υπουργός, κανένας ποιητής, κανένας διάσημος δεν επισκέφτηκε ποτέ τον χώρο για να τιμήσει τη θυσία τους όπως κάνουν κάθε χρόνο στη Μακρόνησο για να αποτίσουν σεβασμό στους έγκλειστους εκεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Τουλάχιστον οι συγγενείς των στρατιωτών έμαθαν πού είναι θαμμένα τα λείψανα των αγαπημένων τους και μπορούν να πάνε εκεί για να τα θρηνήσουν, αλλά η Αλέξω δεν έχει τέτοια προσφυγή γιατί τα λείψανα της μητέρας της δεν βρέθηκαν ποτέ. “Αυτή βγήκαν για να σκοτώσουν τους ίδιους τους έλληνες… Άνθρωποι της καταστροφής.,τι σόι αντάρτικο, τι καθεστώς ήταν αυτό που σκοτώνανε τους Έλληνες.”
Όταν τελικά οι αντάρτες εκδιώχθηκαν από τα Μουργκάνα βουνά τον Σεπτέμβριο του 1948, ανάγκασαν όλους τους κατοίκους των χωριών που κατείχαν να πάνε μαζί τους, πρώτα στην Αλβανία και μετά σε διάφορες χώρες του ανατολικού μπλοκ. Θα περνούσαν τουλάχιστον έξι χρόνια μέχρι να μπορέσει κάποιος από αυτούς να επιστρέψει. «Ξορνιάστηκαν ο κόσμος με τους βρυκολάκους τους αντάρτες. Σκόρπισαν σαν τουφεκισμένα πουλιά. Αυτή δεν ήταν για τίποτα, μονάχα για το κακό», θρηνεί ο Alexo.
Ο Δημητρίου πετυχαίνει κάτι σπάνιο στη νεοελληνική λογοτεχνία αφηγούμενος τη θλιβερή ιστορία του. Το λέει με το απλό τοπικό ιδίωμα οι χαρακτήρες του μιλούσαν όλη τους τη ζωή και το συντηρεί χωρίς ποτέ να παραπαίει σε όλη την αφήγησή του. Και κάνει κάτι ακόμα πιο αξιοσημείωτο. Αποκαλύπτει την πρωταγωνίστριά του, τη γιαγιά του Μηλιά, όχι άμεσα και πλήρως, αλλά από τον τρόπο που την περιγράφουν, τη συζητούν και τη θυμούνται οι συγχωριανοί της και ιδιαίτερα η κόρη της, Αλέξω, η αφηγήτρια. Ωστόσο, είναι σε θέση να ανεβάσει τη Μηλιά σε ηρωική κατάσταση με τον συγκινητικό τρόπο που της αποδίδει τα βάσανα και το μαρτύριο της.
Παρά τη δυνατή ιστορία που αφηγείται και τον λαμπρό τρόπο αφήγησης, ο «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» δεν έχει τραβήξει την προσοχή που τράβηξαν τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, παρόλο που είναι αναμφισβήτητα το καλύτερο έργο του. Και ενώ όσοι το σχολίασαν επαίνεσαν τη λογοτεχνική ποιότητα του βιβλίου, ένας κριτικός συγκρίνει τη γραφή με τον Όμηρο και τον Παπαδιαμάντη, δεν έχουν προχωρήσει σε λεπτομέρειες για το τι είναι το βιβλίο, όπως έχω εδώ.
Ο λόγος και για τις δύο παραλείψεις είναι προφανής. Υπάρχει μια πολιτισμική μανία στην Ελλάδα να ρίχνουν τα βίαια γεγονότα του εμφυλίου πολέμου, ιδιαίτερα τη βαρβαρότητα των κομμουνιστών στις περιοχές που ήλεγχαν, σε ένα πηγάδι λήθης. Αλλά καθώς παρακολουθώ τους σπασμούς στην αμερικανική κοινωνία σήμερα ως αντίδραση στην προηγούμενη βία κατά των μαύρων και των ιθαγενών της Αμερικής, αναρωτιέμαι αν είναι υγιές για τους Έλληνες να προσπαθούν να παραβλέψουν τη βαρβαρότητα που επιβλήθηκε σε αθώους πολίτες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Νομίζω πως όχι. Σίγουρα έχει περάσει αρκετός χρόνος για να υποβιβαστεί ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος στην ιστορία, αλλά όχι να χαρτογραφηθεί αυτή η ιστορία αγνοώντας τη βαρβαρότητα των ανταρτών ή τις υπερβολές της κυβέρνησης που ήταν τότε στην εξουσία για αυτό το θέμα. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε τις σκληρές συνθήκες που πέρασαν όσοι στάλθηκαν στα στρατόπεδα εγκλεισμού στη Μακρόνησο, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να μην ξεχάσουμε τη σφαγή των 120 στρατιωτών στην Τσαμάντα, των νεαρών αγοριών που μόλις είχαν τελειώσει την εφηβεία τους ή των άτυχων γυναικών όπως η Μηλιά. και η μητέρα μου, Ελένη Χαϊδη Γκατζογιάννη, εκτελεσμένη σε κάθε χωριό που κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός. Αξίζουν συγχαρητήρια στον Σωτήρη Δημητρίου όχι μόνο που έγραψε έξοχα για ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά που έγραψε γι’ αυτό ειλικρινά και άφοβα. Η εκτίμηση που έκανε κάποτε ο Βρετανός ιστορικός CM Woodhouse σε μια κριτική για το βιβλίο μου «Ελένη», ισχύει εξίσου και για τον «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» του Σωτήρη Δημητρίου. Είναι ένα από τα σπάνια βιβλία στα οποία η δύναμη της τέχνης αναδημιουργεί την πλήρη ιστορική αλήθεια.
Ο Νίκολας Γκέιτζ (γεννημένος Νικόλαος Γκατζογιάννης) είναι ελληνικής καταγωγής Αμερικανός συγγραφέας και ερευνητής δημοσιογράφος.