Παρά τη μικρή υστέρηση στις πληρότητες ξενοδοχείων σε Αθήνα και Αττική σε σύγκριση με το 2019, η διανυκτέρευση έχει αυξηθεί περισσότερο από 20%, ενώ τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο έχουν βελτιωθεί κατά 15%, τουλάχιστον τους πρώτους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα την Πέμπτη η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑ).
Οι αυξήσεις των τιμών ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την απόδοση των ξενοδοχείων, ενώ η υστέρηση στα ποσοστά πληρότητας συνδέεται άμεσα με τη μεγάλη αύξηση των διαθέσιμων κλινών στις βραχυχρόνιες ενοικιάσεις. Παράλληλα, η αύξηση των δωματίων που προέκυψε από τις επενδύσεις που έγιναν στην Αττική τα τελευταία χρόνια ευθύνεται εν μέρει για την απλή υστέρηση κατά 4% στις πληρότητες σε σχέση με το πρώτο πεντάμηνο του 2019, σύμφωνα με πηγές της αγοράς.
Μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου σημειώθηκε αύξηση 19,5% στη μέση τιμή δωματίου των αθηναϊκών ξενοδοχείων σε σύγκριση με το 2022 και αύξηση 21,4% σε σύγκριση με το 2019. Η μέση τιμή δωματίου έφτασε τα 117,36 ευρώ (από 98,21 € το πρώτο πεντάμηνο του 2022 και € 96,7 τον Ιανουάριο-Μάιο 2019). «Η ώθηση δόθηκε σαφώς από τις τιμές Μαΐου στα 154,66 ευρώ το 2023, από 125,77 ευρώ το 2022 (+23%) και 119,76 ευρώ το 2019 (+29,1%)», σημειώνει η ΕΞΑΑ.
Σε σύγκριση με ανταγωνιστικές πόλεις, ωστόσο, επισημαίνεται ότι τα πενταμηνιαία στοιχεία για τις τιμές της Αθήνας δείχνουν ότι «υστερούμε ακόμα και έχουμε τη χαμηλότερη μέση τιμή δωματίου».
Ο μέσος όρος πληρότητας ξενοδοχείων τον Μάιο έφτασε το 88,5%, δηλαδή 7,9% καλύτερος από τον Μάιο του 2022. Σε επίπεδο πενταμήνου δεν ξεπέρασε το 68,9% και ήταν 4% χαμηλότερος από την απόδοση του αντίστοιχου πενταμήνου του 2019.
Η μέση πληρότητα του Μαΐου 2023 (88,5%) ήταν σαφώς βελτιωμένη σε σύγκριση με τον Μάιο του 2022 (82%) και σε παρόμοια επίπεδα με το 2019 (88,2%). Σε επίπεδο πενταμήνου, τα αντίστοιχα αποτελέσματα πληρότητας ήταν 68,9% (2023), 52,5% (2022) και 71,8% (2019).
Με αυτά τα δεδομένα, τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο στην Αθήνα τον Ιανουάριο-Μάιο 2023 ήταν 80,9 € –δηλαδή 16,5% υψηλότερα– αλλά παρέμειναν κάτω από αυτά των ξένων ανταγωνιστών πόλεων (121,51 € στη Βαρκελώνη, 139,39 € στη Ρώμη και 214,05 € στο Παρίσι).