Η τραγική σιδηροδρομική σύγκρουση στη Βόρεια Ελλάδα νωρίτερα αυτή την εβδομάδα που σκότωσε δεκάδες επιβάτες και τραυμάτισε δεκάδες άλλους ήταν το αποτέλεσμα μιας σχεδόν 10χρονης ιστορίας παραλείψεων και εσφαλμένων –ίσως και εσκεμμένα επιζήμιων– χειρισμών των σιδηροδρόμων της χώρας. Τα νέα στοιχεία που έρχονται σταδιακά στο φως για ένα έργο εκσυγχρονισμού που, αν γινόταν όπως είχε προγραμματιστεί, δεν θα θρηνούσαμε δεκάδες ανθρώπους, δείχνουν ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις αδιαφορούσαν για τα προβλήματα που είχαν βαλτώσει το έργο.

Αντίθετα, ήταν η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2018 που ανάγκασε την Ελλάδα να επιστρέψει 2,4 εκατομμύρια ευρώ που «ξύπνησε» το κράτος, υποδηλώνοντας βαθύτερο πρόβλημα με τους εργολάβους.

Το 2014, η ΕΡΓΟΣΕ, ο κατασκευαστικός βραχίονας της κρατικής σιδηροδρομικής εταιρείας ΟΣΕ, υπέγραψε σύμβαση με την οποία ανατέθηκε σε ιδιωτική εταιρεία να επαναλειτουργήσει το σύστημα αυτόματης λειτουργίας και σηματοδότησης. Το σύστημα είχε εγκατασταθεί μια δεκαετία νωρίτερα και είχε καταστραφεί λόγω ζημιών και δολιοφθορών – κυρίως κλοπής καλωδίων και καταστροφής της υποδομής.

Το έργο ονομάζεται «Ανακατασκευή συστήματος αυτόματης λειτουργίας και σηματοδότησης και αντικατάσταση 70 αλλαγών τροχιάς σε προσδιορισμένα τμήματα του άξονα Αθήνας-Θεσσαλονίκης» και ο ανάδοχος είναι κοινοπραξία της ΤΟΜΗ (θυγατρική του ελληνικού ομίλου υποδομών Ελλάκτωρ) και της γαλλικής τροχαίας κατασκευαστής μετοχών Alstom. Η σύμβαση είχε αρχικό προϋπολογισμό 41 εκατ. ευρώ και η προθεσμία ολοκλήρωσής της ήταν δύο χρόνια – δηλαδή το 2016.

Διαδοχικές επεκτάσεις

Ωστόσο, τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται πολύ σύντομα. Ήδη από το 2016, το έργο άρχισε να λαμβάνει διαδοχικές παρατάσεις έως ότου, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Υποδομών, σταμάτησε.

Δεδομένου ότι το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρενέβη η Ελληνική Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΕΔΕΛ), η οποία διενήργησε έλεγχο τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2018. Στην έκθεση ελέγχου, η ΕΔΕΛ διαπίστωσε σοβαρά προβλήματα στο τμήμα των τροχιών από το Σιδηροδρομικό Κέντρο Αχαρνών προς Πλατύ, και ζήτησε την ανάκτηση 2,42 εκατ. ευρώ από τον υπεύθυνο του έργου, ΕΡΓΟΣΕ.

Σύμφωνα με την απόφαση του τότε αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη στις 26 Ιουνίου 2019, με την οποία επικυρώθηκε η έκθεση ελέγχου της ΕΔΕΛ, «η ανωτέρω δημοσιονομική διόρθωση επιβάλλεται για τη μη σύνταξη και έγκριση των μελετών από τη δανείστρια εταιρεία (δηλαδή την Alstom. ) τη χρήση του εξειδικευμένου προσωπικού και της εμπειρίας που διαθέτει σε έργα σηματοδοσίας-αυτόματης λειτουργίας, καθώς και η μη παροχή της εξειδικευμένης εμπειρίας και τεχνογνωσίας κατά την εκτέλεση των εργασιών από την αναθέτουσα κοινοπραξία.» Με άλλα λόγια, δύο χρόνια μετά την αρχική προθεσμία της σύμβασης, μέρος των απαραίτητων μελετών δεν είχε εκπονηθεί και εγκριθεί, ενώ μέρος των εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί δεν μπορούσαν να πιστοποιηθούν.

Αυτή η εξέλιξη έδειξε ότι η σύμβαση βρισκόταν πλέον στο χείλος της διάλυσης – ωστόσο το «εθνικό σχέδιο» που υπέβαλε το Υπουργείο Υποδομών το 2018 στις αρχές της ΕΕ ισχυριζόταν ότι το έργο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2019, παραπλανώντας σκόπιμα τις αρχές της ΕΕ. Επιπλέον, το κράτος δεν προστάτευσε τον εαυτό του. Αντί να κηρύξει την ανάκληση των δικαιωμάτων της κοινοπραξίας (που ευθύνεται για το πρόβλημα αυτό, σύμφωνα με το πόρισμα της ΕΔΕΛ), η ΕΡΓΟΣΕ επέλεξε να δώσει διαδοχικές παρατάσεις στο έργο, αναλαμβάνοντας (έστω και εν μέρει) την ευθύνη για την καθυστέρηση. Έτσι, η τελική προθεσμία του έργου έφτασε τον Μάρτιο του 2023, ενώ επρόκειτο να δοθεί περαιτέρω παράταση μέχρι τον Σεπτέμβριο.

Άλλα 13,3 εκατ. ευρώ

Η υποχρεωτική επιστροφή μέρους της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης επέβαλε κάποιες αλλαγές στο έργο. Στις αρχές του 2021, η TOMI αποχώρησε, αναθέτοντας στην Alstom τις τεχνικές της εργασίες για τα ηλεκτρονικά συστήματα (επισήμως παρέμεινε στην κοινοπραξία) μέσω ιδιωτικού συμφωνητικού. Στη συνέχεια, ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 2022, υπογράφηκε συμπληρωματική σύμβαση με την κοινοπραξία (ουσιαστικά με την Alstom), ύψους 13,3 εκατ. ευρώ, για την ολοκλήρωση του έργου. Όλες αυτές οι καθυστερήσεις βέβαια συνέβαλαν στο ότι δεν υπάρχει ακόμη σύγχρονο σύστημα αυτόματης λειτουργίας και σηματοδότησης, ούτε η ΕΡΓΟΣΕ έχει εγκαταστήσει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ελέγχου Τρένων (ETCS), το οποίο αναλαμβάνει τον έλεγχο σε περίπτωση υπέρβασης της επιτρεπόμενης ταχύτητας. Πρόκειται για συστήματα που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την τραγωδία το βράδυ της Τρίτης.

Από news